Careerjet





Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Μια άγνωστη ηρωίδα της Σαμοθράκης.

Μια άγνωστη ηρωίδα της Σαμοθράκης.
Το 1826 εκδόθηκε στο Παρίσι ένα βιβλίο με τίτλο Les femmes grecques aux dames françaises. Récit de leurs malheurs. Traduit du grec par un philhellène. Paris, Charles
Béchet, 1826. στο οποίο γίνεται αφήγηση της απόβασης στη Σαμοθράκη των Τούρκων τον Σεπτέμβριο του 1821. Αφηγητής είναι ο Γάλλος διπλωμάτης Francois Pouqueville και αναφέρεται μεταξύ άλλων και σε ένα δραματικό επεισόδιο με ηρωίδα μια νεαρή κοπέλα της Σαμοθράκης. Το 1821 στη Σαμοθράκη ζούσαν περίπου τριακόσιες οικογένειες και απολάμβαναν τη δροσιά των καταπράσινων κοιλάδων της, όπου έβοσκαν τα κοπάδια των ζώων τους, εντελώς ανύποπτοι των γεγονότων που θα ακολουθο΄’υσαν και θα συντάρασσαν την Ελλάδα.
Η ευημερία του νησιού που παρατηρήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα διακόπηκε απότομα το 1821, όταν οι Σαμοθρακίτες ξεσηκώθηκαν και αυτοί για ν απαλλαγούν από τον Τούρκο κατακτητή. Μερικοί πρόκριτοι της Σαμοθράκης που είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία είχαν πληροφορίες ότι σε ορισμένο χρόνο θα επαναστατούσε ολόκληρη η Ελλάδα. Μόλις λοιπόν πληροφορήθηκαν τα γεγονότα στην Πελοπόννησο, έπεισαν τους κατοίκους του νησιού να κηρύξουν, τον Απρίλιο του 1821, τους εαυτούς τους ελεύθερους και να αρνηθούν να πληρώσουν τους οφειλόμενους στους Τούρκους φόρους. Συγχρόνως ένας Σαμιώτης που βρισκόταν στο νησί άρχισε να γυμνάζει μερικούς Σαμοθρακίτες και να τους μαθαίνει σκοποβολή. Η Τουρκική Κυβέρνηση, απασχολημένη με άλλα προβλήματα του κράτους, στην αρχή δεν πήρε κανένα μέτρο εναντίον του νησιού.
Μια μέρα όμως, αρχές Σεπτέμβρη του 1821, οι κάτοικοι είδαν έντρομοι πλοία Τουρκικά να καταπλέουν στο νησί τους και να αποβιβάζονται Τούρκοι στρατιώτες. Της αποβίβασης ακολούθησαν ημέρες θρήνων και πένθους! Σε ολόκληρο το νησί επικράτησε ο τρόμος και διεσπάρη ο θάνατος.
Το Κάστρο, όπως ονομαζόταν τότε η μόνη κωμόπολη της Σαμοθράκης, έγινε παρανάλωμα του πυρός και οι άγριοι επιδρομείς έψαχναν στα χωράφια, στα δάση και στις κοιλάδες για να σύρουν αιχμαλώτους τις γυναίκες και τα παιδιά, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν. Όλους τους άνδρες τους είχαν σφάξει, εκτός από λίγους τους οποίους επιφύλασσαν να κρεμάσουν στα κατάρτια των πλοίων τους, όταν θα εισέπλεαν νικητές στην Κωνσταντινούπολη. Αυτούς, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, έσυραν δεμένους και τους επιβίβασαν στα πλοία τους.
Μία από τις αιχμάλωτες γυναίκες πουλήθηκε ως σκλάβα στη Σμύρνη και αργότερα μεταπωλήθηκε στην Κύπρο. Ο νέος κύριός της την έστειλε κάποτε με άλλες σκλάβες και υπό συνοδεία ευνούχων στο κιόσκι του, που βρισκόταν στην ανατολική παραλία του νησιού. Ξαφνικά, ελληνικά πλοία, που παρέπλεαν σε μικρή απόσταση από την ακτή, είδαν τις σκλάβες γυναίκες, έκαναν απόβαση, έσφαξαν τους φύλακές τους, τις παρέλαβαν και τις μετέφεραν στις Σπέτσες, όπου τελικά βρήκαν άσυλο και φιλοξενία. Στις Σπέτσες η γυναίκα αυτή αφηγήθηκε τη δραματική ιστορία της νεαρής αδελφής της, της Κωνσταντίας, κατά την αποβίβαση των Τούρκων στη Σαμοθράκη, την οποία κατέγραψε και διέσωσε ο Γάλλος Διπλωμάτης Fransois Pouqenille. Αργότερα την ιστορία αυτή μεταφέρει η Σωτηρία Αλιμπέρτη στο βιβλίο της «Αι Ηρωίδες της Ελληνικής Επαναστάσεως», που εκδόθηκε το 1933, τέσσερα χρόνια δηλαδή μετά τον θάνατό της, από Επιτροπή Κυριών σε συνεργασία με τους γιους της συγγραφέως.
Η αφήγηση της διασωθείσης στην Κύπρο αιχμαλώτου – δούλης που καταγόταν από τη Σαμοθράκη, σε περίληψη, όπως ακριβώς διασώθηκε έχει ως εξής:
«Τα ποιμενικά ήθη επεκράτουν εις την Σαμοθράκην. Μεταξύ δε του ποιμενικού πληθυσμού ήκμασαν ολίγαι πλούσιαι οικογένειαι, καταφυγούσαι εκεί εκ του Βυζαντίου και Θράκης μετά την Τουρκικής κατάκτησιν. Πωλήσασαι τα πολυτελή έπιπλά των, ηγόρασαν πολλά ποίμνια και έζων εκ της κτηνοτροφίας. Ανήκομεν, εγώ και η αδελφή μου η Κωνσταντία, εις μίαν εκ των πατριαρχικών τούτων οικογενειών. Εμείναμεν ορφαναί εν τρυφερά ηλικία, ασθενείς βλαστοί εκριζωθέντος δένδρου. Ανετράφημεν υπό την προστασίαν ενός θείου μας. Ήμην η μεγαλυτέρα, ότε δε έφθασα εις ώραν γάμου, ο θείος μου εφρόντισε να με υπανδρεύσει. Εχήρευσα ενωρίς, και έμεινα έκτοτε με τον θείον μου και την μικροτέραν αδελφήν μου Κωνσταντίαν. Η αδελφή μου ήτο ωραιοτάτη. Ήρεν εις πολλούς. Μεταξύ αυτών διεκρίνετο ο υιός πλουσίου ποιμένος, Θεόφιλος, ο οποίος την ηγάπησεν. Ήτο ανδρείος, ωκύπους, επιδέξιος σκοπευτής, έκρουεν εντέχνως την κιθάραν. Η αδελφή μου ανταπεκρίθη εις το αίσθημά του. Εμνηστεύθησαν και ανέμενον την ημέραν του γάμου. Αλλ’ η ωραιότης της Κωνσταντίας είχεν επισύρει τα βλέμματα ενός εκ των ολίγων Τούρκων της νήσου, του Μεχμέτ, υιού του Καδή. Διά παντοίων μέσων εζήτησε να ελκύσει την εύνοιάν της. Βλέπων ότι δεν επετύγχανεν, εσκέφθη να μετέλθη βίαν. Αλλ’ ο πατήρ του, άνθρωπος δίκαιος, τον συνεκράτησεν, αφετέρου εφοβείτο τον ανδρείον Θεόφιλον, τον οποίον όλοι ηγάπων και εθαύμαζον. Ότε έγινεν η απόβασις των Τούρκων, ο Μεχμέτ ησθάνθη αγρίαν χαράν. Εσκέφθη ότι ήλθεν η ώρα να εκδικηθεί τον αντίζηλόν του και επιτύχει ό,τι επόθει. Τίθεται επί κεφαλής στίφους επιδρομέων, γίνεται οδηγός των, και τους δεικνύει τα μέρη όπου ήλπιζε να εύρουν λείαν και ανθρώπινα θύματα να σφάξουν. Η Σαμοθράκη ήτο ανάστατος. Εν τω μεταξύ ο Θεόφιλος τρέχει διά κρυφίων δρομίσκων εις την οικίαν της μνηστής του. Ο πατήρ του, ρωμαλέος και αρειμάνιος τον συνοδεύει. Είναι και οι δύο ωπλισμένοι. Τους είδομεν να καταφθάνουν πάνοπλοι. Μόλις εισήλθον, έφραξαν την εξώθυραν και τα παράθυρα και ήνοιξαν τουφεκήθρας, Ο θείος μας τους βοηθεί. Και οι τρεις, με τα όπλα εις χείρας, αναμένουν κάτωχροι εις τας θέσεις των την εμφάνισιν των εχθρών. Περίτρομοι μένομεν πλησίον των. Μετ’ ολίγον άγριαι κραυγαί, αλαλαγμοί και απειλαί ηκούσθησαν εις τον δρόμον. Η θύρα μας κρούεται με βροντώδη κτυπήματα, αλλά δεν ενδίδει. Οι τρεις άνδρες μας τουφεκίζουν και σπείρουν τον θάνατον εις τους εχθρούς. Αλλ’ οι επιδρομείς καθ’ υπόδειξιν του Μεχμέτ, μεταφέρουν από το κάστρον ένα μικρόν κανόνι και κατορθώνουν να θραύσουν την θύραν. Εισορμούν. Ο θείος μου και ο πατήρ του Θεόφιλου πίπτουν πρώτοι θύματα των βαρβάρων. Ο Θεόφιλος άπελπις και μανιώδης ορμά και κτυπά εις τον σωρόν των εχθρών. Φονεύει και πληγώνει πολλούς. Αλλά πληγώνεται και αυτός θανασίμως και μόλις έχει την δύναμιν να συρθεί , με κλονούμενα γόνατα, προς την μνηστή του, η οποία σπεύδει να τον λάβη εις τας τρέμουσας αγκάλας της. Η σπαρακτική αυτή εικών δεν κατευνάζει την θηριωδίαν του Μεχμέτ. Αυτού το βόλι είχεν εύρει εις το στήθος τον Θεόφιλον. Και ενώ οι άγριοι φονείς είχον υψωμένα τα γιαταγάνια, έτοιμοι να σφάξουν το δύσμοιρον ζεύγος, Ο Μεχμέτ με εν νεύμα τους σταματά. Ενός μόνον εκ των θυμάτων διψά το αίμα. Το πάθος του σώζει την ζωήν της Κωνσταντίας. Ένδρακρυς εκείνη, τον εξορκίζει και τον ικετεύει να φεισθεί του μνηστήρος της. Αλλ’ αυτός αναίσθητος εις τα ικεσίας της κόρης την οποίαν έλεγεν ότι ηγάπα, υπήκων εις μόνον το αίσθημα της εκδικήσεως, η οποία έβραζεν εις την κακούργον ψυχήν του, βυθίζει επανειλημμένως με άγριον πάθος την μάχαιράν του εις το στήθος του ψυχορραγούντος αντιπάλου του. Οι άλλοι επιπίπτουν και ακρωτηριάζουν το άψυχον πλέον πτώμα, προ των ομμάτων της δυστυχούς κόρης. Αλλ’ εκείνη δεν χύνει δάκρυ. Ήρεμος σηκώνεται, και διά νεύματος ζητεί να ομιλήσει με τον Μεχμέτ. Αυτός πλησιάζει. Αρπάζουσα τότε την μάχαιράν του από την ζώνην του, την βυθίζει εις τα στήθη της, προφέρουσα τους λόγους: «Ο θάνατός μου εκδικεί το κρίμα σου. Ο Θεός να σε συγχωρέσει Μεχμέτη».
Και με την ηρωική αυτή πράξη της Κωνσταντίας, έληξε ένα μεγάλο ειδύλλιο αλλά συγχρόνως έδειξε και το μεγαλείο της Ελληνίδας απέναντι στον κατακτητή.
Σ.Σ. Για την απόβαση των Τούρκων τον Σεπτέμβριο του 1821 στη Σαμοθράκη υπάρχουν πολλές γραπτές μαρτυρίες και αναφορές, όπως αυτή του Γάλλου διπλωμάτη, συγγραφέα και ιστορικού Francois Charles Hugues Laurent Pouqueville, του Άγγλου ιστορικού G. Finlay, του Τούρκου ιστορικού Δζεβέτ Πασά, του Ίωνα Δραγούμη, του Σαμοθρακίτη Νικολάου Φαρδύ και άλλων συγχρόνων, οι οποίοι κατά βάση στηρίχθηκαν στους προηγούμενους. (Αναδημοσίευση από τον Φάρο Αλεξανδρούπολης».
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Κοινωνική Ενημέρωση: Θέσεις εργασίας

www.hellinika.gr

www.hellinika.gr
Ηλεκτρονικός Ψηφιακός Κατάλογος

Πρόσκληση του Hellinika.Gr

Τελευταίες 7 ημέρες